- διολισθαίνουσι
- διολισθάνωslip throughpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)διολισθάνωslip throughpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφυδρος — η, ο (ΑΜ ἔφυδρος, ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, ον) υγρός, βροχερός αρχ. 1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος… … Dictionary of Greek